- ημίσταυρος
- οστρ. μικρό σιδερένιο κομμάτι που χρησιμοποιείται για να προσαρμόζει ελευθέρως τα διάφορα μέρη τής σαγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek